ξωτικό

ξωτικό
το дух, привидение

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ξωτικό" в других словарях:

  • (ε)ξωτικό — το γενική ονομασία κάθε είδους δαιμόνων (όπως π.χ. είναι τα στοιχειά, οι καλικάντζαροι, οι νεράιδες, οι αράπηδες κτλ.), το δαιμονικό, αγερικό, ανεμικό, φάντασμα. ξωτικό το δαιμόνιο, φάντασμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αεραγίδα — και αγεραγίδα και γεραγίδα, η νεράιδα, αερικό, ξωτικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἀ(γ)ερ ά(γ)ιδα, με συμφυρμό από τα < ἀ(γ)ερι[ικό + νερ]άιδα και ιτα παρετυμολογική σύνδεση με το γίδα] …   Dictionary of Greek

  • αερικός — και αγερικός και αρικός, ή, ό (ΑΜ ἀερικός, η, ον) νεοελλ. 1. αυτός που βρίσκεται στον αέρα, που τόν έχει πάρει ο αέρας 2. αυτός που έχει εκτεθεί στον αέρα για να αεριστεί 3. ευάερος, δροσερός 4. αυτός που έχει το χρώμα τού αέρα, αερόχρωμος,… …   Dictionary of Greek

  • αλλακτός — και χτός, ή, ό (Α ἀλλακτός, ή, όν) [ἀλλάσσω] νεοελλ. αυτός που μπορεί να αλλαχθεί, να αντικατασταθεί, να αναπληρωθεί 2. αυτός που προήλθε από ανταλλαγή 3. ιδιότροπος, παράξενος 4. α) παιδί τών νεράιδων καχεκτικό και ελαττωματικό, που αυτές… …   Dictionary of Greek

  • αναρρούσα — και ανερρούσα, η 1. η αναδρομή του κύματος προς τα πίσω 2. η ορμητική κάθοδος του κύματος μετά το χτύπημα σε ψηλό βράχο 3. η δίνη, η ρουφήχτρα που σχηματίζουν τα κύματα όταν χτυπούν μεταξύ τους ή σε βράχο 4. αυτός που εξαφανίζεται μέσα στη δίνη… …   Dictionary of Greek

  • εξωτικός — και ξωτικός, ή και ιά, ό (AM ἐξωτικός, ή, όν) αυτός που προέρχεται από το εξωτερικό, ξένος («εξωτικά φυτά») μσν. νεοελλ. 1. ασυνήθιστος, αλλόκοτος 2. ο υπερβολικά όμορφος («εξωτική ομορφιά») 3. το θηλ. ως ουσ. (ε)ξωτικιά και ξωθιά α) νεράιδα β)… …   Dictionary of Greek

  • (ε)ξωτικός — (ε)ξωτικός, ή και ιά, ό 1. που προέρχεται από ξένα, μακρινά μέρη, ιδίως από τροπικές χώρες, ξένος, μη εγχώριος. 2. (για φυτά), που φυτρώνει σε ξένους τόπους, που ήρθε από το εξωτερικό, που δεν είναι αυτοφυής: Εξωτικό λουλούδι. 3. ασυνήθιστος στην …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • α(γ)ερικό — το ξωτικό, δαιμονικό: Του πήρε τη μιλιά του τ αερικό. αερικό το αερικό, το και αγερικό, το δαιμονικό, στοιχειό, νεράιδα: Του πήρανε τα μυαλά τ αερικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δαιμονικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο δαίμονα, διαβολικός, σατανικός: Το σχέδιο που κατέστρωσαν είναι δαιμονικό. 2. το ουδ. ως ουσ., δαιμονικό ο διάβολος, το ξωτικό, το στοιχειό: Πίστευε πως τα μεσάνυχτα βγαίνουν τα δαιμονικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στοιχειό — το υπερφυσικό ον, ξωτικό, δαιμονικό: Σε αυτό το σπίτι υπάρχει στοιχειό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»